Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Μια απάντηση στον Ξανθούλη...

Της Eλευθερίας Τσακιροπούλου : Να ξαναγίνετε φτωχοί χωρίς εμένα. Η δική μου γιαγιά ήρθε από απέναντι μόνο με το φουστάνι που φόραγε και κατάφερε δουλεύοντας σκληρά να μεγαλώσει τα παιδιά της, να προκόψει (έτσι το λέγαμε τότε) να δει τα εγγόνια της να σπουδάζουν χωρίς να χρειάζονται ακριβοπληρωμένα φροντιστήρια και μια φορά το χρόνο γριά πια να επιφυλλάσει στον εαυτό της τη μέγιστη πολυτέλεια ενός ζευγαριού παπουτσίων από τον Σκλιά. Εμένα δεν μου άρεσε η λάσπη που κολλούσε στα παπούτσια μου. Μου άρεσαν οι πικροδάφνες στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η μυρωδιά στα Αναφιώτικα, οι νερατζιές στη Πανεπιστημίου, η θέα της Ακρόπολης από τη Πατησίων. Μου άρεσε να διαβάζω στο Θέτρο του Διονύσου Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη, να βλέπω παραστάσεις στο υπόγειο του Κουν και στο Ηρώδειο. Μου άρεσε ο Χατζηδάκης και ο Τσαρούχης. Αυτά ήταν η πατρίδα μου και αυτά με έκαναν να την ονειρεύομαι χωρίς λασπόδρομους, ζήτουλες και ψευδοξανθιές. Τίμια ήμουν ανέκαθεν και το ίδιο έμαθα και στο παιδί μου. Δουλέυω από την ημέρα που τελείωσα το λύκειο. Δούλευα και σπούδαζα χωρίς φοιτητική άδεια γιατί ο τότε διευθυντής μου έλεγε το αμίμητο «Δεσποινίς μου πρέπει να διαλέξετε ή φοιτήτρια θα είστε ή εργαζόμενη». Και διάλεξα και τα δύο. Και τα κατάφερα και στα δύο. Και παράλληλα έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες. Και πλήρωνα και πληρώνω σκληρούς φόρους, χωρίς ποτέ μα ποτέ να έχω κρύψει ούτε δραχμή των εισοδημάτων μου. Ναι λοιπόν δουλεύω 10 ώρες την ημέρα επί 24 συναπτά έτη και κάποια στιγμή τα κατάφερα και έβγαλα λεφτά. Πρέπει να ντρέπομαι; Ούτε επιδοτήσεις για ανύπαρκτες καλλιέργειες πήρα ποτέ, ούτε καμμία απευθείας ανάθεση, ούτε σε επιτροπή ή Δ.Σ. ή οργανισμό του δημοσίου ήμουν μέλος, ούτε προαγωγή πήρα μετά από τηλέφωνο πολιτικού προσώπου. Ότι έκανα το έκανα μόνη μου. Και τα Μanolo που φοράω μόνη μου τα πήρα. Και κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω τους θυμάμαι τη γιαγιά μου και τη χαρά της όταν έφερνε στο σπίτι το περίφημο κουτί από τοsalon sklia και τη περηφάνεια της όταν τα φόραγε και μας έλεγε τι πέρασε στη ζωή της και πως τα κατάφερε να «προκόψει». Και δεν θέλω να ξαναβρώ παλιούς εχθρούς, θέλω μόνο νέους φίλους και συμμάχους για να πραγματοποιήσουμε το όνειρο μιας δίκαιης, αξιοκρατικής και προοδευτικής κοινωνίας. Δεν θέλω καμμιά νοσοκόμα να «συρθεί» στο σπίτι μου όταν αρρωστήσω. Θέλω να υπάρχει ένα σύστημα υγείας που θα με περιθάλψει. Αυτό πληρώνω άλλωστε με το μισό του εισοδήματός μου. Δεν πληρώνω για να τρώνε τα λαμόγια των νοσοκομείων και οι φαρμακευτικές εταιρείες. Και δεν θέλω να ράβω μόνη μου τα ρούχα μου, γιατί δεν προλαβαίνω και γιατί δεν καταλαβαίνω το λόγο που πρέπει να σπρώξω στην ανεργία μια μοδίστρα. Και δεν θέλω στη βεράντα μου να φυτέψω ζαρζαβατικά ( στο ρετιρέ του ο κος Ξανθούλης ας το κάνει ), μου αρέσουν οι γαζίες μου και οι μυρτιές μου και οι δάφνες μου. Και μου αρέσει και ο μανάβης της γειτονιάς μου. Και μάλιστα πολύ. Γιατί αντί να δώσει το ιδιόκτητο μαγαζί γωνία που έχει στο κέντρο της Αθήνας για να γίνει Everest ή Γερμανός, έχει το πείσμα, το κουράγιο και τη τρέλλα να επιμένει να πουλάει τη πραμάτεια του υπό τους ήχους κλασσικής μουσικής. Και φυσικά δεν θέλω να χρησιμιποιήσω βέργες για να σωφρονίσω τη κόρη μου. Η κόρη μου με κάνει περήφανη και μου δίνει τη δυνατότητα να ονειρεύομαι μια καλύτερη πατρίδα. Μια πατρίδα που οι αγρότες της δεν τρώνε επιδοτήσεις και αποζημιώσεις στα μπουζουκομάγαζα, οι πολιτικοί της είναι και ηθικοί και νόμιμοι, η άρχουσα τάξη της δεν αποτελείται από λαμόγια και απατεώνες, ψευτοκουλτουριάδες και δήθεν διανοούμενους που συναναστρέφονται με κλέφτες πολιτικούς. Μια πατρίδα με ανθρώπους σα τη γιαγιά μου και τη κόρη μου, εμένα και τους φίλους μου και όλους αυτούς που δεν συμμετείχαν στο πάρτυ. Ε λοιπόν όχι δεν ήμασταν εκεί όταν τρώγανε, όταν έχτιζαν βίλλες ή αγόραζαν καγιέν. Ούτε τώρα είμαστε με αυτούς που κρύβουν τις πισίνες τους, φυγαδεύουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό και αγοράζουν ακίνητα όσο-όσο στο Λονδίνο. Και ναι προερχόμαστε από το Μεγαλέξανδρο, το Μιλτιάδη, τον Αριστείδη, τον Αλκιβιάδη. Αλλά και από τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο. Το Σοφοκλή και τον Αριστοφάνη. Και ελπίζω να μην ξαναζήσουμε στην Ελλάδα εποχές που σε μπαγλάρωναν για ψύλλου πήδημα. Και ναι μου αρέσει το ελαιόλαδο, η κορινθιακή σταφίδα, ο χαλβάς φαρσάλων, τα εσπεριδοειδή, οι σαρδέλες και τα ραδίκια. Η φτώχεια όμως όχι. Δεν θα πάρω. Να δοκιμάσετε χωρίς εμένα.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Επιτέλους μια απάντηση στον μοσχοαναθρεμένο κομπλεξικό συγγραφέα. Εύγε abolialocanda@gmail.com. Και είχα αρχίσει να σε "παρεξηγώ"
Καλό κουράγιο.....